výhody registrácie

Kniha Genezis

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

Gn 3, 1-24

1 Ο δε οφις ητο το φρονιμωτερον παντων των ζωων του αγρου, τα οποια εκαμε Κυριος ο Θεος· και ειπεν ο οφις προς την γυναικα, Τω οντι ειπεν ο Θεος, Μη φαγητε απο παντος δενδρου του παραδεισου; 2 Και ειπεν η γυνη προς τον οφιν, Απο του καρπου των δενδρων του παραδεισου δυναμεθα να φαγωμεν· 3 απο δε του καρπου του δενδρου, το οποιον ειναι εν μεσω του παραδεισου, ειπεν ο Θεος, Μη φαγητε απ' αυτου, μηδε εγγισητε αυτον, δια να μη αποθανητε. 4 Και ειπεν ο οφις προς την γυναικα, Δεν θελετε βεβαιως αποθανει 5 αλλ' εξευρει ο Θεος, οτι καθ' ην ημεραν φαγητε απ' αυτου, θελουσιν ανοιχθη οι οφθαλμοι σας, και θελετε εισθαι ως θεοι, γνωριζοντες το καλον και το κακον. 6 Και ειδεν η γυνη, οτι το δενδρον ητο καλον εις βρωσιν, και οτι ητο αρεστον εις τους οφθαλμους, και επιθυμητον το δενδρον ως διδον γνωσιν· και λαβουσα εκ του καρπου αυτου, εφαγε· και εδωκε και εις τον ανδρα αυτης μεθ' εαυτης, και αυτος εφαγε. 7 Και ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι αμφοτερων, και εγνωρισαν οτι ησαν γυμνοι· και ραψαντες φυλλα συκης, εκαμον εις εαυτους περιζωματα. 8 Και ηκουσαν την φωνην Κυριου του Θεου, περιπατουντος εν τω παραδεισω προς το δειλινον· και εκρυφθησαν ο Αδαμ και η γυνη αυτου απο προσωπου Κυριου του Θεου, μεταξυ των δενδρων του παραδεισου. 9 Εκαλεσε δε Κυριος ο Θεος τον Αδαμ, και ειπε προς αυτον, Που εισαι; 10 Ο δε ειπε, Την φωνην σου ηκουσα εν τω παραδεισω, και εφοβηθην, διοτι ειμαι γυμνος· και εκρυφθην. 11 Και ειπε προς αυτον ο Θεος, Τις εφανερωσεν εις σε οτι εισαι γυμνος; Μηπως εφαγες απο του δενδρου, απο του οποιου προσεταξα εις σε να μη φαγης; 12 Και ειπεν ο Αδαμ, Η γυνη την οποιαν εδωκας να ηναι μετ' εμου, αυτη μοι εδωκεν απο του δενδρου, και εφαγον. 13 Και ειπε Κυριος ο Θεος προς την γυναικα, Τι ειναι τουτο το οποιον εκαμες; Και η γυνη ειπεν, Ο οφις με ηπατησε, και εφαγον. 14 Και ειπε Κυριος ο Θεος προς τον οφιν, Επειδη εκαμες τουτο, επικαταρατος να ησαι μεταξυ παντων των κτηνων, και παντων των ζωων του αγρου· επι της κοιλιας σου θελεις περιπατει, και χωμα θελεις τρωγει, πασας τας ημερας της ζωης σου· 15 και εχθραν θελω στησει αναμεσον σου και της γυναικος, και αναμεσον του σπερματος σου και του σπερματος αυτης· αυτο θελει σου συντριψει την κεφαλην, και συ θελεις κεντησει την πτερναν αυτου. 16 Προς δε την γυναικα ειπε, Θελω υπερπληθυνει τας λυπας σου και τους πονους της κυοφοριας σου· με λυπας θελεις γεννα τεκνα· και προς τον ανδρα σου θελει εισθαι η επιθυμια σου, και αυτος θελει σε εξουσιαζει. 17 Προς δε τον Αδαμ ειπεν, Επειδη υπηκουσας εις τον λογον της γυναικος σου, και εφαγες απο του δενδρου, απο του οποιου προσεταξα εις σε λεγων, Μη φαγης απ' αυτου, κατηραμενη να ηναι η γη εξ αιτιας σου· με λυπας θελεις τρωγει τους καρπους αυτης πασας τας ημερας της ζωης σου· 18 και ακανθας και τριβολους θελει βλαστανει εις σε· και θελεις τρωγει τον χορτον του αγρου· 19 εν τω ιδρωτι του προσωπου σου θελεις τρωγει τον αρτον σου, εωσου επιστρεψης εις την γην, εκ της οποιας εληφθης· επειδη γη εισαι, και εις γην θελεις επιστρεψει. 20 Και εκαλεσεν ο Αδαμ το ονομα της γυναικος αυτου, Ευαν· διοτι αυτη ητο μητηρ παντων των ζωντων. 21 Και εκαμε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ και εις την γυναικα αυτου χιτωνας δερματινους, και ενεδυσεν αυτους. 22 Και ειπε Κυριος ο Θεος, Ιδου, εγεινεν ο Αδαμ ως εις εξ ημων, εις το γινωσκειν το καλον και το κακον· και τωρα μηπως εκτεινη την χειρα αυτου, και λαβη και απο του ξυλου της ζωης, και φαγη, και ζηση αιωνιως· 23 Οθεν Κυριος ο Θεος εξαπεστειλεν αυτον εκ του παραδεισου της Εδεμ, δια να εργαζηται την γην εκ της οποιας εληφθη. 24 Και εξεδιωξε τον Αδαμ· και κατα ανατολας του παραδεισου της Εδεμ εθεσε τα Χερουβειμ, και την ρομφαιαν την φλογινην, την περιστρεφομενην, δια να φυλαττωσι την οδον του ξυλου της ζωης.

Gn 3, 1-24





Verš 4
Και ειπεν ο οφις προς την γυναικα, Δεν θελετε βεβαιως αποθανει
2Kor 11:3 - φοβουμαι ομως μηπως, καθως ο οφις εξηπατησε την Ευαν δια της πανουργιας αυτου, διαφθαρη ουτως ο νους σας, εκπεσων απο της απλοτητος της εις τον Χριστον.

Verš 5
αλλ' εξευρει ο Θεος, οτι καθ' ην ημεραν φαγητε απ' αυτου, θελουσιν ανοιχθη οι οφθαλμοι σας, και θελετε εισθαι ως θεοι, γνωριζοντες το καλον και το κακον.
Jn 8:44 - Σεις εισθε εκ πατρος του διαβολου και τας επιθυμιας του πατρος σας θελετε να πραττητε. Εκεινος ητο απ' αρχης ανθρωποκτονος και δεν μενει εν τη αληθεια, διοτι αληθεια δεν υπαρχει εν αυτω· οταν λαλη το ψευδος, εκ των ιδιων λαλει, διοτι ειναι ψευστης και ο πατηρ αυτου του ψευδους.

Verš 6
Και ειδεν η γυνη, οτι το δενδρον ητο καλον εις βρωσιν, και οτι ητο αρεστον εις τους οφθαλμους, και επιθυμητον το δενδρον ως διδον γνωσιν· και λαβουσα εκ του καρπου αυτου, εφαγε· και εδωκε και εις τον ανδρα αυτης μεθ' εαυτης, και αυτος εφαγε.
Rim 5:12 - Δια τουτο καθως δι' ενος ανθρωπου η αμαρτια εισηλθεν εις τον κοσμον και δια της αμαρτιας ο θανατος, και ουτω διηλθεν ο θανατος εις παντας ανθρωπους, επειδη παντες ημαρτον·
Rim 5:14 - αλλ' εβασιλευσεν ο θανατος απο Αδαμ μεχρι Μωυσεως και επι τους μη αμαρτησαντας κατα την ομοιοτητα της παραβασεως του Αδαμ, οστις ειναι τυπος του μελλοντος.
1Tim 2:14 - και ο Αδαμ δεν ηπατηθη, αλλ' η γυνη απατηθεισα εγεινε παραβατις·

Verš 7
Και ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι αμφοτερων, και εγνωρισαν οτι ησαν γυμνοι· και ραψαντες φυλλα συκης, εκαμον εις εαυτους περιζωματα.
Gn 2:25 - Ησαν δε και οι δυο γυμνοι, ο Αδαμ και η γυνη αυτου, και δεν ησχυνοντο.

Verš 13
Και ειπε Κυριος ο Θεος προς την γυναικα, Τι ειναι τουτο το οποιον εκαμες; Και η γυνη ειπεν, Ο οφις με ηπατησε, και εφαγον.
Zjv 12:13 - Και οτε ειδεν ο δρακων οτι ερριφθη εις την γην, εδιωξε την γυναικα, ητις εγεννησε τον αρρενα.

Verš 15
και εχθραν θελω στησει αναμεσον σου και της γυναικος, και αναμεσον του σπερματος σου και του σπερματος αυτης· αυτο θελει σου συντριψει την κεφαλην, και συ θελεις κεντησει την πτερναν αυτου.
Mt 4:1 - Τοτε ο Ιησους εφερθη υπο του Πνευματος εις την ερημον δια να πειρασθη υπο του διαβολου,
Kol 2:15 - και απογυμνωσας τας αρχας και τας εξουσιας, παρεδειγματισε παρρησια, θριαμβευσας κατ' αυτων επ' αυτου.

Verš 16
Προς δε την γυναικα ειπε, Θελω υπερπληθυνει τας λυπας σου και τους πονους της κυοφοριας σου· με λυπας θελεις γεννα τεκνα· και προς τον ανδρα σου θελει εισθαι η επιθυμια σου, και αυτος θελει σε εξουσιαζει.
1Kor 14:34 - Αι γυναικες σας ας σιωπωσιν εν ταις εκκλησιαις· διοτι δεν ειναι συγκεχωρημενον εις αυτας να λαλωσιν, αλλα να υποτασσωνται, καθως και ο νομος λεγει.
1Tim 2:11 - Η γυνη ας μανθανη εν ησυχια μετα πασης υποταγης·
Tít 2:5 - σωφρονες, καθαραι, οικοφυλακες, αγαθαι, ευπειθεις εις τους ιδιους αυτων ανδρας, δια να μη βλασφημηται ο λογος του Θεου.
1Pt 3:6 - καθως η Σαρρα υπηκουσεν εις τον Αβρααμ, καλουσα αυτον κυριον· της οποιας σεις εγεννηθητε τεκνα, αγαθοποιουσαι και μη φοβουμεναι μηδεμιαν πτοησιν.

Gn 3,1-6 - Boh dovolil prarodičom jesť z ovocia všetkých stromov (2,15–17), okrem jedného. Zo stromu "poznania dobra a zla" zakázal im totiž jesť, a to preto, aby človek poznal a uznal, že i keď je vlastníkom všetkých stvorených vecí, predsa nie je ich neobmedzeným pánom. Človek si má uvedomiť, že aj pri užívaní stvorených dobier je závislý od Boha, lebo poznať, čo je dobré a čo je zlé, a rozlíšiť to vie len Boh. Preto je cesta "k stromu poznania dobra a zla" zakázaná. Čo je pre človeka otvorené, je cesta "k stromu života". Potom pochopíme, že hoci pri Božom zákaze išlo o nepatrnú vec, pre zámer, ktorý Boh sledoval svojím príkazom, zákaz sa stal veľmi vážnym. To mal človek chápať aj v tom, že prekročenie tohto zákazu malo mať za následok ťažký trest: "Istotne zomrieš!" – U prvých rodičov nebolo možné, že by pokušenie pri nich bolo prišlo znútra: mali vliatu vedomosť, dostali milosť, čo ich oslobodzovala od boja nezriadených žiadostivostí proti rozumu a vôli. Preto pokušenie muselo prísť zvonka. Inými slovami: zlo je "už" prítomné vo svete. Pokušiteľ je tu diabol, bytosť, ktorá rozmýšľa a rozpráva, teda duch. A pretože pokúša k neposlušnosti a pýche, je to zlý duch (Múd 2,24; Jn 2,44; Zjv 12,9). Had tu slúži ako symbol bytosti nepriateľskej Bohu a nepriateľskej človeku. Diabol pokúša slabšieho, ženu. Svoj zámer neprejavuje hneď, nepokúša razom na hriech. Hriech má svoju psychológiu, ktorá spočíva v konfúzii svedomia. Hriech sa vždy začína znehodnotením hodnôt vo svedomí. Túto konfúziu reprezentuje Evin omyl pri vysvetľovaní Božieho zákazu jesť zo stromu, pretože tvrdí, že nemajú jesť zo stromu "v strede raja" (Gn 3,3); a pozorný čitateľ vie, že v strede raja bol strom života, z ktorého Boh jesť nezakázal (Gn 2,9). Tým robí Boha luhárom a tak je dielo Zlého – diabla, ktorý začal rozhovor nevinnou otázkou, dokonané. Eva ťažko zhrešila: vedela, že príkaz je ťažký; a pohnútkou na jej hriech nebola len žiadostivosť, ale aj pýcha, túžba po samostatnosti a nezávislosti od Boha ("budete ako Boh!"); jej hriech zväčšuje i tá okolnosť, že zviedla aj svojho muža. Lenže hriech Adamov je väčší, veď mal v istom zmysle väčšiu zodpovednosť ako žena. Obaja však zhrešili ťažko. A pretože Adam je hlavou ľudského pokolenia (Rim 5,12), v ňom sme zhrešili všetci, ktorí pochádzame od neho (dedičný hriech).

Gn 3,7-13 - V hriechu je prítomný už aj trest. Trest sa dotýkal v prvom rade duše. Zakusujú v sebe boj nezriadenej žiadostivosti: "otvorili sa obom oči". Ale inakšie, ako to mysleli, "spoznali, že sú nahí", a nastáva u nich boj telesného človeka proti duchovnému. K tomuto pristupuje ďalší trest, a to strach pred Bohom. A napokon je to snaha vyhovoriť sa.

Gn 3,15 - Tento verš je síce náznakom ustavičného boja medzi ženou a hadom - diablom, ale je tiež prejavom lásky Božej, ktorá prisľubuje žene raz víťazstvo nad diablom, a to skrze jej potomka, skrze Mesiáša. Preto sa tento verš volá prvou blahozvesťou, protoevanjeliom. I keď potomstvom Eviným sú všetci ľudia, sv. Otcovia a exegéti vedení sv. Pavlom (Rim 16,20) vykladajú slovo individuálne o Ježišovi Kristovi. On bol jediný potomok, ktorý zvíťazil svojou smrťou na kríži nad hlavou diablovou. – Žena, o ktorej je tu reč, je síce Eva, lež v plnom zmysle je to tá, čo porodila Krista bez spolučinnosti muža, Panna Mária. Veď Kristus premohol diabla nie preto, že je synom Eviným, ale preto, že je Synom Božím. A Panna Mária jediná zo žien bola v ustavičnom nepriateľstve s diablom, veď jej dušu nezatienil nijaký hriech.

Gn 3,16 - Trest zasahuje vinníkov v ich hlavnom povolaní. Ženu ako matku, muža ako robotníka. Ale to neznamená, že keby neboli spáchali hriech, žena by nebola bývala rodila v bolesti a muž by sa nebol potil pri práci. Veľký trest však bol, že stratili spoločenstvo s Bohom (v. 23).

Gn 3,20 - Adam prijíma trest pokorne, posilnený nádejou budúceho víťazstva "ženinho potomstva", a túto svoju nádej aj vyslovuje tým, že svoju ženu pomenúva Evou–Hawáh, čiže Životom. Eva sa stáva predobrazom Panny Márie, Matky žijúcich.

Gn 3,21-24 - Boh prarodičov spravodlivo vypovedáva z miesta, na ktorom mali žiť šťastne, ak by boli poslúchali príkaz Boží. Nestalo sa tak. Boh ich vyháňa aj preto, aby nejedli zo stromu života. Stratili naň právo, lebo hriech ich olúpil o výsadu nesmrteľnosti. Boh ich vyhnal do zeme, prekliatej pre hriech. Človek ju má odteraz obrábať, má s ňou zápasiť.