výhody registrácie

Kniha Genezis

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

Gn 24, 1-67

1 (GRM) Ητο δε ο Αβρααμ γερων προβεβηκως την ηλικιαν· και ο Κυριος ευλογησε τον Αβρααμ κατα παντα.
1 (KAT) Abrahám bol však už starý a pokročilý vekom a Pán ho vo všetkom požehnával.

2 (GRM) Και ειπεν ο Αβρααμ προς τον δουλον αυτου τον πρεσβυτερον της οικιας αυτου, τον επιστατην παντων των υπαρχοντων αυτου, Βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου·
2 (KAT) Tu povedal Abrahám svojmu sluhovi, najstaršiemu vo svojom dome, správcovi všetkého svojho majetku: „Polož svoju ruku pod moje bedrá,

3 (GRM) και θελω σε ορκισει εις Κυριον τον Θεον του ουρανου και τον Θεον της γης, οτι δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, μεταξυ των οποιων εγω κατοικω·
3 (KAT) aby som ťa sprisahal pred Pánom, Bohom neba a zeme, že pre môjho syna nevyberieš ženu z kanaánskych dcér, medzi ktorými bývam.

4 (GRM) αλλ' εις τον τοπον μου, και εις την συγγενειαν μου θελεις υπαγει, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου τον Ισαακ.
4 (KAT) Ale pôjdeš do mojej vlasti a k mojim príbuzným vybrať ženu pre môjho syna Izáka.“

5 (GRM) Ειπε δε προς αυτον ο δουλος, Ισως δεν θεληση η γυνη να μοι ακολουθηση εις την γην ταυτην· πρεπει να φερω τον υιον σου εις την γην εκ της οποιας εξηλθες;
5 (KAT) Sluha mu však odpovedal: „Možno, že nebude chcieť žena ísť so mnou do tejto krajiny. Mám potom zaviesť tvojho syna naspäť do krajiny, z ktorej si sa ty vysťahoval?“

6 (GRM) Και ειπε προς αυτον ο Αβρααμ, Προσεχε, μη φερης τον υιον μου εκει·
6 (KAT) Abrahám mu povedal: „Neopováž sa ta zaviesť môjho syna späť!

7 (GRM) Κυριος ο Θεος του ουρανου, οστις με ελαβεν εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης της γεννησεως μου, και οστις ελαλησε προς εμε και οστις ωμοσεν εις εμε λεγων, εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην, αυτος θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου· και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκειθεν·
7 (KAT) Veď Pán, Boh neba a zeme, ktorý ma vyviedol z domu môjho otca a z mojej rodnej vlasti a ktorý so mnou hovoril a prisahal mi: »Tvojmu potomstvu dám túto krajinu,« pošle pred tebou svojho anjela, aby si odtiaľ priviedol môjmu synovi ženu.

8 (GRM) εαν δε η γυνη δεν θελη να σε ακολουθηση, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκου μου τουτου· μονον τον υιον μου να μη φερης εκει.
8 (KAT) Ak žena nebude chcieť ísť s tebou, si zbavený tejto prísahy. Len nezaveď môjho syna naspäť!“

9 (GRM) Και εβαλεν ο δουλος την χειρα αυτου υπο τον μηρον του Αβρααμ του κυριου αυτου, και ωρκισθη εις αυτον περι του πραγματος τουτου.
9 (KAT) Potom sluha položil svoju ruku pod bedrá svojho pána Abraháma a prisahal mu o tej veci.

10 (GRM) Και ελαβεν ο δουλος δεκα καμηλους εκ των καμηλων του κυριου αυτου και ανεχωρησε, φερων μεθ' εαυτου απο παντων των αγαθων του κυριου αυτου· και σηκωθεις, υπηγεν εις την Μεσοποταμιαν, εις την πολιν του Ναχωρ.
10 (KAT) Nato sluha zobral z tiav svojho pána desať tiav a rozličné drahocennosti svojho pána a išiel. Vybral sa a šiel do Mezopotámie (Aram Naharaim), do Nachorovho mesta.

11 (GRM) Και εγονατισε τας καμηλους εξω της πολεως παρα το φρεαρ του υδατος, προς το εσπερας, οτε εξερχονται αι γυναικες δια να αντλησωσιν υδωρ.
11 (KAT) Večer, v čase, keď sa vychádzalo napájať, nechal svoje ťavy oddychovať vonku pred mestom pri studni s vodou

12 (GRM) Και ειπε, Κυριε Θεε του κυριου μου Αβρααμ, δος μοι, δεομαι, καλον συναντημα σημερον, και καμε ελεος εις τον κυριον μου Αβρααμ·
12 (KAT) a hovoril: „Pane, Bože Abraháma, môjho pána! Daj mi dnes šťastie a preukáž láskavosť môjmu pánovi Abrahámovi!

13 (GRM) ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος· αι δε θυγατερες των κατοικων της πολεως εξερχονται δια να αντλησωσιν υδωρ·
13 (KAT) Hľa, stojím pri vodnom prameni a dcéry ľudí (tohoto) mesta prichádzajú naberať vodu!

14 (GRM) και η κορη προς την οποιαν ειπω, Επικλινον, παρακαλω, την υδριαν σου δια να πιω, και αυτη ειπη, Πιε και θελω ποτισει και τας καμηλους σου, αυτη ας ηναι εκεινη, την οποιαν ητοιμασας εις τον δουλον σου τον Ισαακ· και εκ τουτου θελω γνωρισει οτι εκαμες ελεος εις τον κυριον μου.
14 (KAT) Nech deva, ktorej poviem: »Nachýľ svoj džbán, aby som sa napil!« a ona povie: »Napi sa a napojím aj tvoje ťavy,« bude tá, ktorú si určil svojmu služobníkovi Izákovi, a podľa toho poznám, že si preukázal láskavosť môjmu pánovi.“

15 (GRM) Και πριν αυτος παυση λαλων, ιδου, εξηρχετο η Ρεβεκκα, ητις εγεννηθη εις τον Βαθουηλ, υιον της Μελχας, γυναικος του Ναχωρ, αδελφου του Αβρααμ, εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης.
15 (KAT) Ešte ani nedokončil reč a už prichádzala s džbánom na pleciach Rebeka, ktorá sa narodila Batuelovi, synovi Melchy, Nachorovej ženy, ktorý bol Abrahámovým bratom.

16 (GRM) Η δε κορη ητο ωραια την οψιν σφοδρα, παρθενος, και ανηρ δεν ειχε γνωρισει αυτην· αφου λοιπον κατεβη εις την πηγην, εγεμισε την υδριαν αυτης και ανεβαινε.
16 (KAT) Deva bola veľmi pekná zjavom, panna, ktorá ešte nepoznala muža. Zostúpila k prameňu, naplnila svoj džbán a vyšla hore.

17 (GRM) Δραμων δε ο δουλος εις συναντησιν αυτης ειπε, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου.
17 (KAT) Sluha jej bežal v ústrety a povedal: „Dajže sa mi napiť trochu vody zo svojho džbána!“

18 (GRM) Η δε ειπε, Πιε, κυριε μου· και εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επι τον βραχιονα αυτης, και εποτισεν αυτον.
18 (KAT) Ona odvetila: „Napi sa, pane!“ Rýchlo si spustila džbán na ruku a dala sa mu napiť.

19 (GRM) και αφου επαυσε ποτιζουσα αυτον ειπε, Και δια τας καμηλους σου θελω αντλησει, εωσου πιωσι πασαι.
19 (KAT) A keď ho napojila, dodala: „Aj tvojim ťavám naberiem vody, nech sa dobre napijú!“

20 (GRM) Και παρευθυς εξεκενωσε την υδριαν αυτης εις την ποτιστραν, και εδραμεν ετι εις το φρεαρ δια να αντληση, και ηντλησε δια πασας τας καμηλους αυτου.
20 (KAT) Rýchlo vyliala džbán do válova a opäť utekala k studni po vodu a takto naberala pre všetky ťavy,

21 (GRM) Ο δε ανθρωπος, θαυμαζων δι' αυτην, εσιωπα, δια να γνωριση αν κατευωδωσεν ο Κυριος την οδον αυτου η ουχι.
21 (KAT) kým muž ju mlčky pozoroval, aby zvedel, či Pán dá jeho ceste šťastný výsledok, alebo nie.

22 (GRM) Και αφου επαυσαν αι καμηλοι πινουσαι, ελαβεν ο ανθρωπος ενωτια χρυσα βαρους ημισεος σικλου, και δυο βραχιολια δια τας χειρας αυτης, βαρους δεκα σικλων χρυσιου·
22 (KAT) Keď sa ťavy riadne napili, vzal muž zlatý krúžok, ťažký pol šekla, a dve náramnice na jej ruky, ťažké desať šeklov zlata

23 (GRM) και ειπε, Τινος θυγατηρ εισαι συ; ειπε μοι, παρακαλω· ειναι εν τη οικια του πατρος σου τοπος δι' ημας προς καταλυμα;
23 (KAT) a povedal: „Čiaže si ty dcéra? Povedz mi! Bude v dome tvojho otca miesto, aby sme tam mohli zostať?“

24 (GRM) Η δε ειπε προς αυτον· ειμαι θυγατηρ Βαθουηλ του υιου της Μελχας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Ναχωρ.
24 (KAT) Ona mu odpovedala: „Som dcéra Batuela, syna Melchy, ktorá ho porodila Nachorovi.“

25 (GRM) ειπεν ετι προς αυτον, Ειναι εις ημας και αχυρα και τροφη πολλη και τοπος προς καταλυμα.
25 (KAT) Ďalej mu povedala: „Slamy a krmu máme hojnosť i miesta na ubytovanie.“

26 (GRM) Τοτε εκλινεν ο ανθρωπος και προσεκυνησε τον Κυριον·
26 (KAT) Tu padol muž na kolená, poklonil sa Pánovi

27 (GRM) και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, οστις δεν εγκατελιπε το ελεος αυτου και την αληθειαν αυτου απο του κυριου μου· ο Κυριος με κατευωδωσεν εις τον οικον των αδελφων του κυριου μου.
27 (KAT) a povedal: „Nech je zvelebený Pán, Boh môjho pána Abraháma, ktorý neodňal môjmu pánovi svoju láskavosť a vernosť. Veď aj mňa Pán viedol na tejto ceste k domu príbuzného môjho pána!“

28 (GRM) Δραμουσα δε η κορη ανηγγειλεν εις τον οικον της μητρος αυτης τα πραγματα ταυτα.
28 (KAT) Potom deva odbehla a rozpovedala doma svojej matke všetko, čo sa jej prihodilo.

29 (GRM) Ειχε δε η Ρεβεκκα αδελφον ονομαζομενον Λαβαν· και εδραμεν ο Λαβαν προς τον ανθρωπον εξω εις την πηγην.
29 (KAT) Rebeka však mala brata, ktorý sa volal Laban. A Laban bežal von k mužovi pri studni.

30 (GRM) Και ως ειδε τα ενωτια και τα βραχιολια εις τας χειρας της αδελφης αυτου, και ως ηκουσε τους λογους Ρεβεκκας της αδελφης αυτου, λεγουσης, Ουτως ελαλησε προς εμε ο ανθρωπος, ηλθε προς τον ανθρωπον· και ιδου, ιστατο πλησιον των καμηλων επι της πηγης.
30 (KAT) Keď videl nosový krúžok a sestrine náramnice na jej rukách a keď počul slová svojej sestry: „Takto ku mne hovoril ten muž,“ šiel k mužovi, ktorý ešte stál pri ťavách pri studni,

31 (GRM) Και ειπεν, Εισελθε, ευλογημενε του Κυριου· δια τι ιστασαι εξω; επειδη εγω ητοιμασα την οικιαν και τοπον δια τας καμηλους.
31 (KAT) a povedal mu: „Poď, Pánov požehnaný! Prečo stojíš vonku? Veď pripravil som príbytok aj miesto pre ťavy!“

32 (GRM) Και εισηλθεν ο ανθρωπος εις την οικιαν, και εκεινος εξεφορτωσε τας καμηλους και εδωκεν αχυρα και τροφην εις τας καμηλους και υδωρ δια νιψιμον των ποδων αυτου και των ποδων των ανθρωπων των μετ' αυτου.
32 (KAT) Vtedy sa muž pobral do domu a on odsedlal ťavy, prichystal ťavám slamu a krm i vodu, aby si on a mužovia, ktorí ho sprevádzali, umyli nohy.

33 (GRM) Και παρετεθη εμπροσθεν αυτου φαγητον· αυτος ομως ειπε, Δεν θελω φαγει, εωσου λαλησω τον λογον μου. Ο δε ειπε, Λαλησον.
33 (KAT) Keď mu predložili jesť, povedal: „Nebudem jesť, kým neprednesiem svoju vec!“ A on mu odpovedal: „Hovor!“

34 (GRM) Και ειπεν, Εγω ειμαι δουλος του Αβρααμ.
34 (KAT) Potom rozprával: „Ja som Abrahámov sluha.

35 (GRM) Και ο Κυριος ευλογησε τον κυριον μου σφοδρα, και εγεινε μεγας· και εδωκεν εις αυτον προβατα και βοας και αργυριον και χρυσιον και δουλους και δουλας και καμηλους και ονους.
35 (KAT) Pán bohato požehnal môjho pána, takže sa stal majetným. Dal mu ovce a dobytok, striebro a zlato, sluhov a slúžky, ťavy a osly.

36 (GRM) Και εγεννησε Σαρρα, η γυνη του κυριου μου, υιον εις τον κυριον μου, αφου εγηρασε· και εδωκεν εις αυτον παντα οσα εχει.
36 (KAT) A Sára, žena môjho pána, porodila môjmu pánovi vo svojej starobe syna, ktorému on prenechal celé svoje imanie.

37 (GRM) Και με ωρκισεν ο κυριος μου, λεγων, Δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, εις την γην των οποιων εγω κατοικω·
37 (KAT) Mňa však môj pán zaviazal prísahou: »Nevyberieš pre môjho syna ženu z kanaánskych dcér, v ktorých krajine bývam.

38 (GRM) αλλ' εις τον οικον του πατρος μου θελεις υπαγει και εις την συγγενειαν μου, και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου.
38 (KAT) Ale pôjdeš do domu môjho otca a k môjmu rodu, aby si môjmu synovi priviedol ženu.«

39 (GRM) Και ειπον προς τον κυριον μου, Ισως δεν θεληση η γυνη να με ακολουθηση.
39 (KAT) Keď som však svojmu pánovi povedal: »Možno žena nepôjde so mnou,«

40 (GRM) Ο δε ειπε προς εμε, Ο Κυριος, εμπροσθεν του οποιου περιεπατησα, θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου μετα σου και θελει κατευοδωσει την οδον σου· και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ της συγγενειας μου και εκ του οικου του πατρος μου·
40 (KAT) vtedy mi povedal: »Pán, pred ktorého tvárou som kráčal, pošle s tebou svojho anjela, aby dal tvojej ceste priaznivý výsledok, aby si môjmu synovi priviedol ženu z mojej čeľade a z môjho rodu.

41 (GRM) τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου· οταν υπαγης προς την συγγενειαν μου και δεν δωσωσιν εις σε, τοτε θελεις εισθαι ελευθερος απο του ορκισμου μου.
41 (KAT) Budeš však oslobodený od mojej kliatby, ak prídeš k mojim príbuzným a oni ti (ju) nedajú, vtedy budeš oslobodený od mojej kliatby.«

42 (GRM) Και ελθων σημερον εις την πηγην, ειπον, Κυριε ο Θεος του κυριου μου Αβρααμ, κατευοδωσον, δεομαι, την οδον μου, εις την οποιαν εγω υπαγω·
42 (KAT) Keď som dnes prišiel k studni, hovoril som: Pane, Boh môjho pána Abraháma, kiežby si dožičil mojej ceste, ktorú konám, šťastný výsledok.

43 (GRM) ιδου, εγω ισταμαι πλησιον της πηγης του υδατος· και η κορη ητις εξερχεται δια να αντληση και προς την οποιαν ειπω, Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ εκ της υδριας σου,
43 (KAT) Hľa, stojím pri vodnom prameni! Nech teda panna, ktorá príde po vodu a ktorej poviem: »Dajže sa mi napiť trochu vody zo svojho džbána«

44 (GRM) και αυτη με ειπη, Και συ πιε, και δια τας καμηλους σου ακομη θελω αντλησει, αυτη ας ηναι η γυνη, την οποιαν ητοιμασεν ο Κυριος δια τον υιον του κυριου μου.
44 (KAT) a ona mi povie: »Len sa napi a načriem aj tvojim ťavám,« je tá žena, ktorú Pán určil pre syna môjho pána.

45 (GRM) Και πριν παυσω λαλων εν τη καρδια μου, ιδου, η Ρεβεκκα εξηρχετο εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης· και κατεβη εις την πηγην και ηντλησεν· ειπον δε προς αυτην, Ποτισον με, παρακαλω.
45 (KAT) Ešte som ani nedokončil reč, keď vyšla Rebeka so svojím džbánom na pleciach, zišla k prameňu a načrela. Vtedy som jej povedal: »Dajže sa mi napiť!«

46 (GRM) Η δε εσπευσε και κατεβιβασε την υδριαν αυτης επανωθεν αυτης και ειπε, Πιε, και θελω ποτισει και τας καμηλους σου· επιον λοιπον και εποτισε και τας καμηλους.
46 (KAT) Ona rýchlo zložila svoj džbán a povedala: »Pi a napojím aj tvoje ťavy!« I napil som sa a ona napojila aj ťavy.

47 (GRM) Και ηρωτησα αυτην και ειπον, Τινος θυγατηρ εισαι; η δε ειπε, Θυγατηρ του Βαθουηλ, υιου του Ναχωρ, τον οποιον εγεννησεν εις αυτον η Μελχα· και περιεθεσα τα ενωτια εις το προσωπον αυτης και τα βραχιολια επι τας χειρας αυτης.
47 (KAT) Potom som sa jej opýtal: »Čia si ty dcéra?« A ona mi odpovedala: »Som dcéra Batuela, Nachorovho syna, ktorému ho porodila Melcha.« Potom som jej založil do nosa krúžok a na ruky náramnice

48 (GRM) Και κλινας προσεκυνησα τον Κυριον· και ευλογησα Κυριον τον Θεον του κυριον μου Αβρααμ, οστις με κατευωδωσεν εις την αληθινην οδον, δια να λαβω την θυγατερα του αδελφου του κυριου μου εις τον υιον αυτου.
48 (KAT) i padol som na kolená, poklonil som sa Pánovi a prosil som Pána, Boha môjho pána Abraháma, ktorý ma viedol po pravej ceste, aby som priviedol dcéru príbuzného môjho pána pre jeho syna.

49 (GRM) Τωρα λοιπον, εαν θελητε να καμητε ελεος και αληθειαν προς τον κυριον μου, ειπατε μοι, ει δε μη, ειπατε μοι, δια να στραφω δεξια η αριστερα.
49 (KAT) A teraz, ak chcete môjmu pánovi preukázať láskavosť a vernosť, dajte mi to vedieť, ak nie, (tiež) mi to dajte vedieť, aby som sa mohol dať napravo alebo naľavo.“

50 (GRM) Και αποκριθεντες ο Λαβαν και ο Βαθουηλ, ειπον, Παρα Κυριου εξηλθε το πραγμα· ημεις δεν δυναμεθα να σοι ειπωμεν κακον η καλον·
50 (KAT) Laban a Batuel odpovedali takto: „Od Pána vyšla táto vec. My ti nemôžeme povedať ani áno, ani nie.

51 (GRM) ιδου, η Ρεβεκκα εμπροσθεν σου· λαβε αυτην και υπαγε· και ας ηναι γυνη του υιου του κυριου σου, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
51 (KAT) Pozri, Rebeka je pred tebou, vezmi ju a choď! Nech sa stane ženou syna tvojho pána, ako hovoril Pán!“

52 (GRM) Και οτε ηκουσεν ο δουλος του Αβρααμ τους λογους αυτων, προσεκυνησεν εως εδαφους τον Κυριον.
52 (KAT) Keď Abrahámov sluha počul ich slová, poklonil sa Pánovi až po zem.

53 (GRM) Και εκβαλων ο δουλος σκευη αργυρα και σκευη χρυσα και ενδυματα, εδωκεν εις την Ρεβεκκαν· εδωκεν ετι δωρα εις τον αδελφον αυτης και εις την μητερα αυτης.
53 (KAT) Potom sluha vybral strieborné a zlaté predmety a šaty a daroval ich Rebeke. I jej bratovi a matke daroval drahocennosti.

54 (GRM) Και εφαγον και επιον, αυτος και οι ανθρωποι οι μετ' αυτου, και διενυκτερευσαν· και αφου εσηκωθησαν το πρωι, ειπεν, Εξαποστειλατε με προς τον κυριον μου.
54 (KAT) Potom jedli a pili on i mužovia, ktorí ho sprevádzali, a ostali tam na noc. Keď ráno vstali, povedal on: „Prepusť ma k môjmu pánovi!“

55 (GRM) Ειπον δε ο αδελφος αυτης και η μητηρ αυτης, Ας μεινη η κορη μεθ' ημων ημερας τινας, τουλαχιστον δεκα· μετα ταυτα θελει απελθει.
55 (KAT) Jej brat a matka však odpovedali: „Nech dievča ostane ešte nejaký čas, tak na desať dní u nás, potom môže ísť.“

56 (GRM) Και ειπε προς αυτους, Μη με κρατειτε, διοτι ο Κυριος κατευωδωσε την οδον μου· εξαποστειλατε με να υπαγω προς τον κυριον μου.
56 (KAT) On im však odvetil: „Nezdržujte ma, keď Pán dožičil mojej ceste šťastný výsledok! Prepusťte ma, aby som mohol ísť k môjmu pánovi!“

57 (GRM) Οι δε ειπον, Ας καλεσωμεν την κορην και ας ερωτησωμεν την γνωμην αυτης.
57 (KAT) Oni mu odpovedali: „Zavoláme dievča a opýtame sa ho.“

58 (GRM) Και εκαλεσαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Υπαγεις μετα του ανθρωπου τουτου; Η δε ειπεν, Υπαγω.
58 (KAT) Zavolali teda Rebeku a opýtali sa jej: „Chceš ísť s týmto mužom?“ Ona odpovedala: „Chcem!“

59 (GRM) Και εξαπεστειλαν την Ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και την τροφον αυτης, και τον δουλον του Αβρααμ και τους ανθρωπους αυτου
59 (KAT) Potom teda prepustili svoju sestru Rebeku i s jej dojkou, aj Abrahámovho sluhu s jeho mužmi.

60 (GRM) Και ευλογησαν την Ρεβεκκαν και ειπον προς αυτην, Αδελφη ημων εισαι, ειθε να γεινης εις χιλιαδας μυριαδων, και το σπερμα σου να εξουσιαση τας πυλας των εχθρων αυτου
60 (KAT) I požehnávali Rebeku a hovorili jej: „Sestra naša, rozmnož sa v tisíce a desaťtisíce (potomkov) a tvoje potomstvo nech zaujme brány svojich nepriateľov!“

61 (GRM) Και εσηκωθη η Ρεβεκκα και αι θεραπαιναι αυτης, και εκαθισαν επι τας καμηλους, και υπηγον κατοπιν του ανθρωπου· και ελαβεν ο δουλος την Ρεβεκκαν και ανεχωρησεν.
61 (KAT) Potom sa Rebeka pohla aj so svojimi slúžkami, vysadli na ťavy a nasledovali muža. A sluha Rebeku vzal a odišiel.

62 (GRM) Ο δε Ισαακ επεστρεφεν απο του φρεατος Λαχαι-ροι· διοτι κατωκει εν τη γη της μεσημβριας.
62 (KAT) Vtedy sa Izák práve vrátil z cesty od studne Lachaj roi, býval totižto v Negebe.

63 (GRM) Και εξηλθεν ο Ισαακ να προσευχηθη εν τη πεδιαδι περι το εσπερας· και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ηρχοντο καμηλοι.
63 (KAT) Keď sa zvečerievalo, vyšiel Izák na pole, aby si porozmýšľal. Tu zdvihol oči a videl prichádzať ťavy.

64 (GRM) και υψωσασα η Ρεβεκκα τους οφθαλμους αυτης ειδε τον Ισαακ και κατεπηδησεν απο της καμηλου.
64 (KAT) Aj Rebeka zdvihla oči a zbadala Izáka. Rýchlo zosadla z ťavy

65 (GRM) Διοτι ειχεν ειπει προς τον δουλον, Τις ειναι ο ανθρωπος εκεινος, ο ερχομενος δια της πεδιαδος εις συναντησιν ημων; Ο δε δουλος ειχεν ειπει, Ειναι ο κυριος μου. Και αυτη λαβουσα την καλυπτραν, εσκεπασθη.
65 (KAT) a povedala sluhovi: „Kto je ten muž, čo ide oproti nám po poli?“ A keď sluha povedal: „To je môj pán,“ vzala závoj a zahalila sa.

66 (GRM) Και διηγηθη ο δουλος προς τον Ισαακ παντα οσα ειχε πραξει.
66 (KAT) Potom sluha porozprával Izákovi všetko, čo vykonal,

67 (GRM) Ο δε Ισαακ εφερεν αυτην εις την σκηνην της μητρος αυτου Σαρρας· και ελαβε την Ρεβεκκαν, και εγεινεν αυτου γυνη, και ηγαπησεν αυτην· και παρηγορηθη ο Ισαακ περι της μητρος αυτου.
67 (KAT) a Izák ju voviedol do stanu svojej matky Sáry. Vzal si teda Rebeku a ona sa stala jeho ženou. A tak ju miloval, že našiel útechu nad stratou svojej matky.


Gn 24, 1-67





Verš 2
Και ειπεν ο Αβρααμ προς τον δουλον αυτου τον πρεσβυτερον της οικιας αυτου, τον επιστατην παντων των υπαρχοντων αυτου, Βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου·
Gn 47:29 - Και επλησιασαν αι ημεραι του Ισραηλ δια να αποθανη· και καλεσας τον υιον αυτου τον Ιωσηφ, ειπε προς αυτον, Εαν ευρηκα τωρα χαριν εμπροσθεν σου, βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου, και καμε εις εμε ελεος και αληθειαν· μη με θαψης, παρακαλω, εν τη Αιγυπτω·

Verš 3
και θελω σε ορκισει εις Κυριον τον Θεον του ουρανου και τον Θεον της γης, οτι δεν θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκ των θυγατερων των Χαναναιων, μεταξυ των οποιων εγω κατοικω·
Gn 28:1 - Και προσκαλεσας ο Ισαακ τον Ιακωβ ευλογησεν αυτον, και παρηγγειλε προς αυτον λεγων, δεν θελεις λαβει γυναικα εκ των θυγατερων Χανααν·

Verš 7
Κυριος ο Θεος του ουρανου, οστις με ελαβεν εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης της γεννησεως μου, και οστις ελαλησε προς εμε και οστις ωμοσεν εις εμε λεγων, εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην, αυτος θελει αποστειλει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου· και θελεις λαβει γυναικα εις τον υιον μου εκειθεν·
Gn 12:1 - Ο δε Κυριος ειπε προς τον Αβραμ, Εξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενειας σου, και εκ του οικου του πατρος σου, εις την γην την οποιαν θελω σοι δειξει·
Gn 12:7 - Και εφανη ο Κυριος εις τον Αβραμ και ειπεν, Εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην. Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, οστις εφανη εις αυτον.
Gn 13:15 - διοτι πασαν την γην την οποιαν βλεπεις, εις σε θελω δωσει αυτην και εις το σπερμα σου εως αιωνος·
Gn 15:18 - Την ημεραν εκεινην εκαμε διαθηκην ο Κυριος προς τον Αβραμ, λεγων, εις το σπερμα σου εδωκα την γην ταυτην, απο του ποταμου της Αιγυπτου εως του ποταμου του μεγαλου, του ποταμου Ευφρατου·
Gn 26:4 - και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης·
Ex 32:13 - ενθυμηθητι τον Αβρααμ, τον Ισαακ και τον Ισραηλ, τους δουλους σου, προς τους οποιους ωμοσας επι σεαυτον και ειπας προς αυτους, Θελω πληθυνει το σπερμα σας ως τα αστρα του ουρανου· και πασαν την γην ταυτην περι της οποιας ελαλησα, θελω δωσει εις το σπερμα σας, και θελουσι κληρονομησει αυτην διαπαντος.
Dt 34:4 - Και ο Κυριος ειπε προς αυτον, Αυτη ειναι η γη, την οποιαν εγω ωμοσα προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ, λεγων, εις το σπερμα σου θελω δωσει αυτην· εγω σε εκαμα να ιδης αυτην με τους οφθαλμους σου, εκει ομως δεν θελεις διαπερασει.
Sk 7:5 - και δεν εδωκεν εις αυτον κληρονομιαν εν αυτη ουδε βημα ποδος, υπεσχεθη δε οτι θελει δωσει αυτην κτημα εις αυτην και εις το σπερμα αυτου μετ' αυτον, ενω δεν ειχε τεκνον.

Verš 15
Και πριν αυτος παυση λαλων, ιδου, εξηρχετο η Ρεβεκκα, ητις εγεννηθη εις τον Βαθουηλ, υιον της Μελχας, γυναικος του Ναχωρ, αδελφου του Αβρααμ, εχουσα την υδριαν αυτης επι του ωμου αυτης.
Gn 22:23 - Ο δε Βαθουηλ εγεννησε την Ρεβεκκαν· τους οκτω τουτους εγεννησεν η Μελχα εις τον Ναχωρ τον αδελφον του Αβρααμ.

Verš 24
Η δε ειπε προς αυτον· ειμαι θυγατηρ Βαθουηλ του υιου της Μελχας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Ναχωρ.
Gn 22:23 - Ο δε Βαθουηλ εγεννησε την Ρεβεκκαν· τους οκτω τουτους εγεννησεν η Μελχα εις τον Ναχωρ τον αδελφον του Αβρααμ.

Verš 62
Ο δε Ισαακ επεστρεφεν απο του φρεατος Λαχαι-ροι· διοτι κατωκει εν τη γη της μεσημβριας.
Gn 16:14 - Δια τουτο ωνομασθη το φρεαρ εκεινο, Φρεαρ Λαχαι-ροι· ιδου, κειται μεταξυ Καδης και Βαραδ.
Gn 25:11 - Και μετα τον θανατον του Αβρααμ, ευλογησεν ο Θεος Ισαακ τον υιον αυτου· και κατωκησεν ο Ισαακ πλησιον του φρεατος Λαχαι-ροι.

Gn 24,1-9 - Postarať sa o ženbu syna bolo otcovou povinnosťou a právom. Abrahám nerobí to sám, ale poveruje svojho sluhu, správcu, Eliezera (15,2). "Polož svoju ruku pod moje bedrá, aby som ťa sprisahal" – bedrá, slabiny, považovali sa za miesto plodivej sily (Gn 46,26; Ex 1,5; Sdc 8,30). Takto Abrahám nezrušiteľne zaväzuje svojho sluhu. Podobne prisahajú aj dnešní Arabi.

Gn 24,10 - Aram Naharaim – Aram (Sýria) dvoch riek je kraj na hornom Eufrate. Nachorovo mesto je Charan na východ od Eufratu. Zdá sa, že i Nachor sa ta presťahoval po Abrahámovi, lebo pri odchode Táreho a Abraháma z Uru o Nachorovi niet ešte zmienky (11,31).

Gn 24,22 - Podobné okrasy nosia orientálne ženy dodnes. Dar bol značný. Bol odmenou za ochotu dievčaťa, s ktorou mu podalo vodu, ale aj preddavkom a zárukou, že ho v dome rodičov budúcej Izákovej manželky, teda jeho budúcej panej, vľúdne prijmú.

Gn 24,62-67 - Lachaj roi pozri 16,13–14. Vzala závoj – na Východe je zvykom, že ženích vidí tvár svojej snúbenice veľmi často až po svadbe.