výhody registrácie

Kniha Genezis

Biblia - Sväté písmo

(LXX - Grécky - LXX)

Gn 24, 1-67

1 (LXX) και αβρααμ ην πρεσβυτερος προβεβηκως ημερων και κυριος ευλογησεν τον αβρααμ κατα παντα
1 (KAT) Abrahám bol však už starý a pokročilý vekom a Pán ho vo všetkom požehnával.

2 (LXX) και ειπεν αβρααμ τω παιδι αυτου τω πρεσβυτερω της οικιας αυτου τω αρχοντι παντων των αυτου θες την χειρα σου υπο τον μηρον μου
2 (KAT) Tu povedal Abrahám svojmu sluhovi, najstaršiemu vo svojom dome, správcovi všetkého svojho majetku: „Polož svoju ruku pod moje bedrá,

3 (LXX) και εξορκιω σε κυριον τον θεον του ουρανου και τον θεον της γης ινα μη λαβης γυναικα τω υιω μου ισαακ απο των θυγατερων των χαναναιων μεθ' ων εγω οικω εν αυτοις
3 (KAT) aby som ťa sprisahal pred Pánom, Bohom neba a zeme, že pre môjho syna nevyberieš ženu z kanaánskych dcér, medzi ktorými bývam.

4 (LXX) αλλα εις την γην μου ου εγενομην πορευση και εις την φυλην μου και λημψη γυναικα τω υιω μου ισαακ εκειθεν
4 (KAT) Ale pôjdeš do mojej vlasti a k mojim príbuzným vybrať ženu pre môjho syna Izáka.“

5 (LXX) ειπεν δε προς αυτον ο παις μηποτε ου βουλεται η γυνη πορευθηναι μετ' εμου οπισω εις την γην ταυτην αποστρεψω τον υιον σου εις την γην οθεν εξηλθες εκειθεν
5 (KAT) Sluha mu však odpovedal: „Možno, že nebude chcieť žena ísť so mnou do tejto krajiny. Mám potom zaviesť tvojho syna naspäť do krajiny, z ktorej si sa ty vysťahoval?“

6 (LXX) ειπεν δε προς αυτον αβρααμ προσεχε σεαυτω μη αποστρεψης τον υιον μου εκει
6 (KAT) Abrahám mu povedal: „Neopováž sa ta zaviesť môjho syna späť!

7 (LXX) κυριος ο θεος του ουρανου και ο θεος της γης ος ελαβεν με εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης ης εγενηθην ος ελαλησεν μοι και ωμοσεν μοι λεγων σοι δωσω την γην ταυτην και τω σπερματι σου αυτος αποστελει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου και λημψη γυναικα τω υιω μου ισαακ εκειθεν
7 (KAT) Veď Pán, Boh neba a zeme, ktorý ma vyviedol z domu môjho otca a z mojej rodnej vlasti a ktorý so mnou hovoril a prisahal mi: »Tvojmu potomstvu dám túto krajinu,« pošle pred tebou svojho anjela, aby si odtiaľ priviedol môjmu synovi ženu.

8 (LXX) εαν δε μη θελη η γυνη πορευθηναι μετα σου εις την γην ταυτην καθαρος εση απο του ορκου τουτου μονον τον υιον μου μη αποστρεψης εκει
8 (KAT) Ak žena nebude chcieť ísť s tebou, si zbavený tejto prísahy. Len nezaveď môjho syna naspäť!“

9 (LXX) και εθηκεν ο παις την χειρα αυτου υπο τον μηρον αβρααμ του κυριου αυτου και ωμοσεν αυτω περι του ρηματος τουτου
9 (KAT) Potom sluha položil svoju ruku pod bedrá svojho pána Abraháma a prisahal mu o tej veci.

10 (LXX) και ελαβεν ο παις δεκα καμηλους απο των καμηλων του κυριου αυτου και απο παντων των αγαθων του κυριου αυτου μεθ' εαυτου και αναστας επορευθη εις την μεσοποταμιαν εις την πολιν ναχωρ
10 (KAT) Nato sluha zobral z tiav svojho pána desať tiav a rozličné drahocennosti svojho pána a išiel. Vybral sa a šiel do Mezopotámie (Aram Naharaim), do Nachorovho mesta.

11 (LXX) και εκοιμισεν τας καμηλους εξω της πολεως παρα το φρεαρ του υδατος το προς οψε ηνικα εκπορευονται αι υδρευομεναι
11 (KAT) Večer, v čase, keď sa vychádzalo napájať, nechal svoje ťavy oddychovať vonku pred mestom pri studni s vodou

12 (LXX) και ειπεν κυριε ο θεος του κυριου μου αβρααμ ευοδωσον εναντιον εμου σημερον και ποιησον ελεος μετα του κυριου μου αβρααμ
12 (KAT) a hovoril: „Pane, Bože Abraháma, môjho pána! Daj mi dnes šťastie a preukáž láskavosť môjmu pánovi Abrahámovi!

13 (LXX) ιδου εγω εστηκα επι της πηγης του υδατος αι δε θυγατερες των οικουντων την πολιν εκπορευονται αντλησαι υδωρ
13 (KAT) Hľa, stojím pri vodnom prameni a dcéry ľudí (tohoto) mesta prichádzajú naberať vodu!

14 (LXX) και εσται η παρθενος η αν εγω ειπω επικλινον την υδριαν σου ινα πιω και ειπη μοι πιε και τας καμηλους σου ποτιω εως αν παυσωνται πινουσαι ταυτην ητοιμασας τω παιδι σου ισαακ και εν τουτω γνωσομαι οτι εποιησας ελεος τω κυριω μου αβρααμ
14 (KAT) Nech deva, ktorej poviem: »Nachýľ svoj džbán, aby som sa napil!« a ona povie: »Napi sa a napojím aj tvoje ťavy,« bude tá, ktorú si určil svojmu služobníkovi Izákovi, a podľa toho poznám, že si preukázal láskavosť môjmu pánovi.“

15 (LXX) και εγενετο προ του συντελεσαι αυτον λαλουντα εν τη διανοια και ιδου ρεβεκκα εξεπορευετο η τεχθεισα βαθουηλ υιω μελχας της γυναικος ναχωρ αδελφου δε αβρααμ εχουσα την υδριαν επι των ωμων αυτης
15 (KAT) Ešte ani nedokončil reč a už prichádzala s džbánom na pleciach Rebeka, ktorá sa narodila Batuelovi, synovi Melchy, Nachorovej ženy, ktorý bol Abrahámovým bratom.

16 (LXX) η δε παρθενος ην καλη τη οψει σφοδρα παρθενος ην ανηρ ουκ εγνω αυτην καταβασα δε επι την πηγην επλησεν την υδριαν και ανεβη
16 (KAT) Deva bola veľmi pekná zjavom, panna, ktorá ešte nepoznala muža. Zostúpila k prameňu, naplnila svoj džbán a vyšla hore.

17 (LXX) επεδραμεν δε ο παις εις συναντησιν αυτης και ειπεν ποτισον με μικρον υδωρ εκ της υδριας σου
17 (KAT) Sluha jej bežal v ústrety a povedal: „Dajže sa mi napiť trochu vody zo svojho džbána!“

18 (LXX) η δε ειπεν πιε κυριε και εσπευσεν και καθειλεν την υδριαν επι τον βραχιονα αυτης και εποτισεν αυτον
18 (KAT) Ona odvetila: „Napi sa, pane!“ Rýchlo si spustila džbán na ruku a dala sa mu napiť.

19 (LXX) εως επαυσατο πινων και ειπεν και ταις καμηλοις σου υδρευσομαι εως αν πασαι πιωσιν
19 (KAT) A keď ho napojila, dodala: „Aj tvojim ťavám naberiem vody, nech sa dobre napijú!“

20 (LXX) και εσπευσεν και εξεκενωσεν την υδριαν εις το ποτιστηριον και εδραμεν ετι επι το φρεαρ αντλησαι και υδρευσατο πασαις ταις καμηλοις
20 (KAT) Rýchlo vyliala džbán do válova a opäť utekala k studni po vodu a takto naberala pre všetky ťavy,

21 (LXX) ο δε ανθρωπος κατεμανθανεν αυτην και παρεσιωπα του γνωναι ει ευοδωκεν κυριος την οδον αυτου η ου
21 (KAT) kým muž ju mlčky pozoroval, aby zvedel, či Pán dá jeho ceste šťastný výsledok, alebo nie.

22 (LXX) εγενετο δε ηνικα επαυσαντο πασαι αι καμηλοι πινουσαι ελαβεν ο ανθρωπος ενωτια χρυσα ανα δραχμην ολκης και δυο ψελια επι τας χειρας αυτης δεκα χρυσων ολκη αυτων
22 (KAT) Keď sa ťavy riadne napili, vzal muž zlatý krúžok, ťažký pol šekla, a dve náramnice na jej ruky, ťažké desať šeklov zlata

23 (LXX) και επηρωτησεν αυτην και ειπεν θυγατηρ τινος ει αναγγειλον μοι ει εστιν παρα τω πατρι σου τοπος ημιν καταλυσαι
23 (KAT) a povedal: „Čiaže si ty dcéra? Povedz mi! Bude v dome tvojho otca miesto, aby sme tam mohli zostať?“

24 (LXX) και ειπεν αυτω θυγατηρ βαθουηλ ειμι εγω του μελχας ον ετεκεν τω ναχωρ
24 (KAT) Ona mu odpovedala: „Som dcéra Batuela, syna Melchy, ktorá ho porodila Nachorovi.“

25 (LXX) και ειπεν αυτω και αχυρα και χορτασματα πολλα παρ' ημιν και τοπος του καταλυσαι
25 (KAT) Ďalej mu povedala: „Slamy a krmu máme hojnosť i miesta na ubytovanie.“

26 (LXX) και ευδοκησας ο ανθρωπος προσεκυνησεν κυριω
26 (KAT) Tu padol muž na kolená, poklonil sa Pánovi

27 (LXX) και ειπεν ευλογητος κυριος ο θεος του κυριου μου αβρααμ ος ουκ εγκατελιπεν την δικαιοσυνην αυτου και την αληθειαν απο του κυριου μου εμε ευοδωκεν κυριος εις οικον του αδελφου του κυριου μου
27 (KAT) a povedal: „Nech je zvelebený Pán, Boh môjho pána Abraháma, ktorý neodňal môjmu pánovi svoju láskavosť a vernosť. Veď aj mňa Pán viedol na tejto ceste k domu príbuzného môjho pána!“

28 (LXX) και δραμουσα η παις απηγγειλεν εις τον οικον της μητρος αυτης κατα τα ρηματα ταυτα
28 (KAT) Potom deva odbehla a rozpovedala doma svojej matke všetko, čo sa jej prihodilo.

29 (LXX) τη δε ρεβεκκα αδελφος ην ω ονομα λαβαν και εδραμεν λαβαν προς τον ανθρωπον εξω επι την πηγην
29 (KAT) Rebeka však mala brata, ktorý sa volal Laban. A Laban bežal von k mužovi pri studni.

30 (LXX) και εγενετο ηνικα ειδεν τα ενωτια και τα ψελια επι τας χειρας της αδελφης αυτου και οτε ηκουσεν τα ρηματα ρεβεκκας της αδελφης αυτου λεγουσης ουτως λελαληκεν μοι ο ανθρωπος και ηλθεν προς τον ανθρωπον εστηκοτος αυτου επι των καμηλων επι της πηγης
30 (KAT) Keď videl nosový krúžok a sestrine náramnice na jej rukách a keď počul slová svojej sestry: „Takto ku mne hovoril ten muž,“ šiel k mužovi, ktorý ešte stál pri ťavách pri studni,

31 (LXX) και ειπεν αυτω δευρο εισελθε ευλογητος κυριος ινα τι εστηκας εξω εγω δε ητοιμακα την οικιαν και τοπον ταις καμηλοις
31 (KAT) a povedal mu: „Poď, Pánov požehnaný! Prečo stojíš vonku? Veď pripravil som príbytok aj miesto pre ťavy!“

32 (LXX) εισηλθεν δε ο ανθρωπος εις την οικιαν και απεσαξεν τας καμηλους και εδωκεν αχυρα και χορτασματα ταις καμηλοις και υδωρ νιψασθαι τοις ποσιν αυτου και τοις ποσιν των ανδρων των μετ' αυτου
32 (KAT) Vtedy sa muž pobral do domu a on odsedlal ťavy, prichystal ťavám slamu a krm i vodu, aby si on a mužovia, ktorí ho sprevádzali, umyli nohy.

33 (LXX) και παρεθηκεν αυτοις αρτους φαγειν και ειπεν ου μη φαγω εως του λαλησαι με τα ρηματα μου και ειπαν λαλησον
33 (KAT) Keď mu predložili jesť, povedal: „Nebudem jesť, kým neprednesiem svoju vec!“ A on mu odpovedal: „Hovor!“

34 (LXX) και ειπεν παις αβρααμ εγω ειμι
34 (KAT) Potom rozprával: „Ja som Abrahámov sluha.

35 (LXX) κυριος δε ευλογησεν τον κυριον μου σφοδρα και υψωθη και εδωκεν αυτω προβατα και μοσχους αργυριον και χρυσιον παιδας και παιδισκας καμηλους και ονους
35 (KAT) Pán bohato požehnal môjho pána, takže sa stal majetným. Dal mu ovce a dobytok, striebro a zlato, sluhov a slúžky, ťavy a osly.

36 (LXX) και ετεκεν σαρρα η γυνη του κυριου μου υιον ενα τω κυριω μου μετα το γηρασαι αυτον και εδωκεν αυτω οσα ην αυτω
36 (KAT) A Sára, žena môjho pána, porodila môjmu pánovi vo svojej starobe syna, ktorému on prenechal celé svoje imanie.

37 (LXX) και ωρκισεν με ο κυριος μου λεγων ου λημψη γυναικα τω υιω μου απο των θυγατερων των χαναναιων εν οις εγω παροικω εν τη γη αυτων
37 (KAT) Mňa však môj pán zaviazal prísahou: »Nevyberieš pre môjho syna ženu z kanaánskych dcér, v ktorých krajine bývam.

38 (LXX) αλλ' η εις τον οικον του πατρος μου πορευση και εις την φυλην μου και λημψη γυναικα τω υιω μου εκειθεν
38 (KAT) Ale pôjdeš do domu môjho otca a k môjmu rodu, aby si môjmu synovi priviedol ženu.«

39 (LXX) ειπα δε τω κυριω μου μηποτε ου πορευσεται η γυνη μετ' εμου
39 (KAT) Keď som však svojmu pánovi povedal: »Možno žena nepôjde so mnou,«

40 (LXX) και ειπεν μοι κυριος ω ευηρεστησα εναντιον αυτου αυτος αποστελει τον αγγελον αυτου μετα σου και ευοδωσει την οδον σου και λημψη γυναικα τω υιω μου εκ της φυλης μου και εκ του οικου του πατρος μου
40 (KAT) vtedy mi povedal: »Pán, pred ktorého tvárou som kráčal, pošle s tebou svojho anjela, aby dal tvojej ceste priaznivý výsledok, aby si môjmu synovi priviedol ženu z mojej čeľade a z môjho rodu.

41 (LXX) τοτε αθωος εση απο της αρας μου ηνικα γαρ εαν ελθης εις την εμην φυλην και μη σοι δωσιν και εση αθωος απο του ορκισμου μου
41 (KAT) Budeš však oslobodený od mojej kliatby, ak prídeš k mojim príbuzným a oni ti (ju) nedajú, vtedy budeš oslobodený od mojej kliatby.«

42 (LXX) και ελθων σημερον επι την πηγην ειπα κυριε ο θεος του κυριου μου αβρααμ ει συ ευοδοις την οδον μου ην νυν εγω πορευομαι επ' αυτην
42 (KAT) Keď som dnes prišiel k studni, hovoril som: Pane, Boh môjho pána Abraháma, kiežby si dožičil mojej ceste, ktorú konám, šťastný výsledok.

43 (LXX) ιδου εγω εφεστηκα επι της πηγης του υδατος και αι θυγατερες των ανθρωπων της πολεως εξελευσονται υδρευσασθαι υδωρ και εσται η παρθενος η αν εγω ειπω ποτισον με μικρον υδωρ εκ της υδριας σου
43 (KAT) Hľa, stojím pri vodnom prameni! Nech teda panna, ktorá príde po vodu a ktorej poviem: »Dajže sa mi napiť trochu vody zo svojho džbána«

44 (LXX) και ειπη μοι και συ πιε και ταις καμηλοις σου υδρευσομαι αυτη η γυνη ην ητοιμασεν κυριος τω εαυτου θεραποντι ισαακ και εν τουτω γνωσομαι οτι πεποιηκας ελεος τω κυριω μου αβρααμ
44 (KAT) a ona mi povie: »Len sa napi a načriem aj tvojim ťavám,« je tá žena, ktorú Pán určil pre syna môjho pána.

45 (LXX) και εγενετο προ του συντελεσαι με λαλουντα εν τη διανοια ευθυς ρεβεκκα εξεπορευετο εχουσα την υδριαν επι των ωμων και κατεβη επι την πηγην και υδρευσατο ειπα δε αυτη ποτισον με
45 (KAT) Ešte som ani nedokončil reč, keď vyšla Rebeka so svojím džbánom na pleciach, zišla k prameňu a načrela. Vtedy som jej povedal: »Dajže sa mi napiť!«

46 (LXX) και σπευσασα καθειλεν την υδριαν αυτης αφ' εαυτης και ειπεν πιε συ και τας καμηλους σου ποτιω και επιον και τας καμηλους μου εποτισεν
46 (KAT) Ona rýchlo zložila svoj džbán a povedala: »Pi a napojím aj tvoje ťavy!« I napil som sa a ona napojila aj ťavy.

47 (LXX) και ηρωτησα αυτην και ειπα τινος ει θυγατηρ η δε εφη θυγατηρ βαθουηλ ειμι του υιου ναχωρ ον ετεκεν αυτω μελχα και περιεθηκα αυτη τα ενωτια και τα ψελια περι τας χειρας αυτης
47 (KAT) Potom som sa jej opýtal: »Čia si ty dcéra?« A ona mi odpovedala: »Som dcéra Batuela, Nachorovho syna, ktorému ho porodila Melcha.« Potom som jej založil do nosa krúžok a na ruky náramnice

48 (LXX) και ευδοκησας προσεκυνησα κυριω και ευλογησα κυριον τον θεον του κυριου μου αβρααμ ος ευοδωσεν μοι εν οδω αληθειας λαβειν την θυγατερα του αδελφου του κυριου μου τω υιω αυτου
48 (KAT) i padol som na kolená, poklonil som sa Pánovi a prosil som Pána, Boha môjho pána Abraháma, ktorý ma viedol po pravej ceste, aby som priviedol dcéru príbuzného môjho pána pre jeho syna.

49 (LXX) ει ουν ποιειτε υμεις ελεος και δικαιοσυνην προς τον κυριον μου απαγγειλατε μοι ει δε μη απαγγειλατε μοι ινα επιστρεψω εις δεξιαν η εις αριστεραν
49 (KAT) A teraz, ak chcete môjmu pánovi preukázať láskavosť a vernosť, dajte mi to vedieť, ak nie, (tiež) mi to dajte vedieť, aby som sa mohol dať napravo alebo naľavo.“

50 (LXX) αποκριθεις δε λαβαν και βαθουηλ ειπαν παρα κυριου εξηλθεν το προσταγμα τουτο ου δυνησομεθα ουν σοι αντειπειν κακον καλω
50 (KAT) Laban a Batuel odpovedali takto: „Od Pána vyšla táto vec. My ti nemôžeme povedať ani áno, ani nie.

51 (LXX) ιδου ρεβεκκα ενωπιον σου λαβων αποτρεχε και εστω γυνη τω υιω του κυριου σου καθα ελαλησεν κυριος
51 (KAT) Pozri, Rebeka je pred tebou, vezmi ju a choď! Nech sa stane ženou syna tvojho pána, ako hovoril Pán!“

52 (LXX) εγενετο δε εν τω ακουσαι τον παιδα τον αβρααμ των ρηματων τουτων προσεκυνησεν επι την γην κυριω
52 (KAT) Keď Abrahámov sluha počul ich slová, poklonil sa Pánovi až po zem.

53 (LXX) και εξενεγκας ο παις σκευη αργυρα και χρυσα και ιματισμον εδωκεν ρεβεκκα και δωρα εδωκεν τω αδελφω αυτης και τη μητρι αυτης
53 (KAT) Potom sluha vybral strieborné a zlaté predmety a šaty a daroval ich Rebeke. I jej bratovi a matke daroval drahocennosti.

54 (LXX) και εφαγον και επιον αυτος και οι ανδρες οι μετ' αυτου οντες και εκοιμηθησαν και αναστας πρωι ειπεν εκπεμψατε με ινα απελθω προς τον κυριον μου
54 (KAT) Potom jedli a pili on i mužovia, ktorí ho sprevádzali, a ostali tam na noc. Keď ráno vstali, povedal on: „Prepusť ma k môjmu pánovi!“

55 (LXX) ειπαν δε οι αδελφοι αυτης και η μητηρ μεινατω η παρθενος μεθ' ημων ημερας ωσει δεκα και μετα ταυτα απελευσεται
55 (KAT) Jej brat a matka však odpovedali: „Nech dievča ostane ešte nejaký čas, tak na desať dní u nás, potom môže ísť.“

56 (LXX) ο δε ειπεν προς αυτους μη κατεχετε με και κυριος ευοδωσεν την οδον μου εκπεμψατε με ινα απελθω προς τον κυριον μου
56 (KAT) On im však odvetil: „Nezdržujte ma, keď Pán dožičil mojej ceste šťastný výsledok! Prepusťte ma, aby som mohol ísť k môjmu pánovi!“

57 (LXX) οι δε ειπαν καλεσωμεν την παιδα και ερωτησωμεν το στομα αυτης
57 (KAT) Oni mu odpovedali: „Zavoláme dievča a opýtame sa ho.“

58 (LXX) και εκαλεσαν ρεβεκκαν και ειπαν αυτη πορευση μετα του ανθρωπου τουτου η δε ειπεν πορευσομαι
58 (KAT) Zavolali teda Rebeku a opýtali sa jej: „Chceš ísť s týmto mužom?“ Ona odpovedala: „Chcem!“

59 (LXX) και εξεπεμψαν ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και τα υπαρχοντα αυτης και τον παιδα τον αβρααμ και τους μετ' αυτου
59 (KAT) Potom teda prepustili svoju sestru Rebeku i s jej dojkou, aj Abrahámovho sluhu s jeho mužmi.

60 (LXX) και ευλογησαν ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και ειπαν αυτη αδελφη ημων ει γινου εις χιλιαδας μυριαδων και κληρονομησατω το σπερμα σου τας πολεις των υπεναντιων
60 (KAT) I požehnávali Rebeku a hovorili jej: „Sestra naša, rozmnož sa v tisíce a desaťtisíce (potomkov) a tvoje potomstvo nech zaujme brány svojich nepriateľov!“

61 (LXX) αναστασα δε ρεβεκκα και αι αβραι αυτης επεβησαν επι τας καμηλους και επορευθησαν μετα του ανθρωπου και αναλαβων ο παις την ρεβεκκαν απηλθεν
61 (KAT) Potom sa Rebeka pohla aj so svojimi slúžkami, vysadli na ťavy a nasledovali muža. A sluha Rebeku vzal a odišiel.

62 (LXX) ισαακ δε επορευετο δια της ερημου κατα το φρεαρ της ορασεως αυτος δε κατωκει εν τη γη τη προς λιβα
62 (KAT) Vtedy sa Izák práve vrátil z cesty od studne Lachaj roi, býval totižto v Negebe.

63 (LXX) και εξηλθεν ισαακ αδολεσχησαι εις το πεδιον το προς δειλης και αναβλεψας τοις οφθαλμοις ειδεν καμηλους ερχομενας
63 (KAT) Keď sa zvečerievalo, vyšiel Izák na pole, aby si porozmýšľal. Tu zdvihol oči a videl prichádzať ťavy.

64 (LXX) και αναβλεψασα ρεβεκκα τοις οφθαλμοις ειδεν τον ισαακ και κατεπηδησεν απο της καμηλου
64 (KAT) Aj Rebeka zdvihla oči a zbadala Izáka. Rýchlo zosadla z ťavy

65 (LXX) και ειπεν τω παιδι τις εστιν ο ανθρωπος εκεινος ο πορευομενος εν τω πεδιω εις συναντησιν ημιν ειπεν δε ο παις ουτος εστιν ο κυριος μου η δε λαβουσα το θεριστρον περιεβαλετο
65 (KAT) a povedala sluhovi: „Kto je ten muž, čo ide oproti nám po poli?“ A keď sluha povedal: „To je môj pán,“ vzala závoj a zahalila sa.

66 (LXX) και διηγησατο ο παις τω ισαακ παντα τα ρηματα α εποιησεν
66 (KAT) Potom sluha porozprával Izákovi všetko, čo vykonal,

67 (LXX) εισηλθεν δε ισαακ εις τον οικον της μητρος αυτου και ελαβεν την ρεβεκκαν και εγενετο αυτου γυνη και ηγαπησεν αυτην και παρεκληθη ισαακ περι σαρρας της μητρος αυτου
67 (KAT) a Izák ju voviedol do stanu svojej matky Sáry. Vzal si teda Rebeku a ona sa stala jeho ženou. A tak ju miloval, že našiel útechu nad stratou svojej matky.


Gn 24, 1-67





Verš 2
και ειπεν αβρααμ τω παιδι αυτου τω πρεσβυτερω της οικιας αυτου τω αρχοντι παντων των αυτου θες την χειρα σου υπο τον μηρον μου
Gn 47:29 - ηγγισαν δε αι ημεραι ισραηλ του αποθανειν και εκαλεσεν τον υιον αυτου ιωσηφ και ειπεν αυτω ει ευρηκα χαριν εναντιον σου υποθες την χειρα σου υπο τον μηρον μου και ποιησεις επ' εμε ελεημοσυνην και αληθειαν του μη με θαψαι εν αιγυπτω

Verš 3
και εξορκιω σε κυριον τον θεον του ουρανου και τον θεον της γης ινα μη λαβης γυναικα τω υιω μου ισαακ απο των θυγατερων των χαναναιων μεθ' ων εγω οικω εν αυτοις
Gn 28:1 - προσκαλεσαμενος δε ισαακ τον ιακωβ ευλογησεν αυτον και ενετειλατο αυτω λεγων ου λημψη γυναικα εκ των θυγατερων χανααν

Verš 7
κυριος ο θεος του ουρανου και ο θεος της γης ος ελαβεν με εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης ης εγενηθην ος ελαλησεν μοι και ωμοσεν μοι λεγων σοι δωσω την γην ταυτην και τω σπερματι σου αυτος αποστελει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου και λημψη γυναικα τω υιω μου ισαακ εκειθεν
Gn 12:1 - και ειπεν κυριος τω αβραμ εξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου και εκ του οικου του πατρος σου εις την γην ην αν σοι δειξω
Gn 12:7 - και ωφθη κυριος τω αβραμ και ειπεν αυτω τω σπερματι σου δωσω την γην ταυτην και ωκοδομησεν εκει αβραμ θυσιαστηριον κυριω τω οφθεντι αυτω
Gn 13:15 - οτι πασαν την γην ην συ ορας σοι δωσω αυτην και τω σπερματι σου εως του αιωνος
Gn 15:18 - εν τη ημερα εκεινη διεθετο κυριος τω αβραμ διαθηκην λεγων τω σπερματι σου δωσω την γην ταυτην απο του ποταμου αιγυπτου εως του ποταμου του μεγαλου ποταμου ευφρατου
Gn 26:4 - και πληθυνω το σπερμα σου ως τους αστερας του ουρανου και δωσω τω σπερματι σου πασαν την γην ταυτην και ενευλογηθησονται εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης
Ex 32:13 - μνησθεις αβρααμ και ισαακ και ιακωβ των σων οικετων οις ωμοσας κατα σεαυτου και ελαλησας προς αυτους λεγων πολυπληθυνω το σπερμα υμων ωσει τα αστρα του ουρανου τω πληθει και πασαν την γην ταυτην ην ειπας δουναι τω σπερματι αυτων και καθεξουσιν αυτην εις τον αιωνα
Dt 34:4 - και ειπεν κυριος προς μωυσην αυτη η γη ην ωμοσα αβρααμ και ισαακ και ιακωβ λεγων τω σπερματι υμων δωσω αυτην και εδειξα αυτην τοις οφθαλμοις σου και εκει ουκ εισελευση
Sk 7:5 -

Verš 15
και εγενετο προ του συντελεσαι αυτον λαλουντα εν τη διανοια και ιδου ρεβεκκα εξεπορευετο η τεχθεισα βαθουηλ υιω μελχας της γυναικος ναχωρ αδελφου δε αβρααμ εχουσα την υδριαν επι των ωμων αυτης
Gn 22:23 - και βαθουηλ εγεννησεν την ρεβεκκαν οκτω ουτοι υιοι ους ετεκεν μελχα τω ναχωρ τω αδελφω αβρααμ

Verš 24
και ειπεν αυτω θυγατηρ βαθουηλ ειμι εγω του μελχας ον ετεκεν τω ναχωρ
Gn 22:23 - και βαθουηλ εγεννησεν την ρεβεκκαν οκτω ουτοι υιοι ους ετεκεν μελχα τω ναχωρ τω αδελφω αβρααμ

Verš 62
ισαακ δε επορευετο δια της ερημου κατα το φρεαρ της ορασεως αυτος δε κατωκει εν τη γη τη προς λιβα
Gn 16:14 - ενεκεν τουτου εκαλεσεν το φρεαρ φρεαρ ου ενωπιον ειδον ιδου ανα μεσον καδης και ανα μεσον βαραδ
Gn 25:11 - εγενετο δε μετα το αποθανειν αβρααμ ευλογησεν ο θεος ισαακ τον υιον αυτου και κατωκησεν ισαακ παρα το φρεαρ της ορασεως

Gn 24,1-9 - Postarať sa o ženbu syna bolo otcovou povinnosťou a právom. Abrahám nerobí to sám, ale poveruje svojho sluhu, správcu, Eliezera (15,2). "Polož svoju ruku pod moje bedrá, aby som ťa sprisahal" – bedrá, slabiny, považovali sa za miesto plodivej sily (Gn 46,26; Ex 1,5; Sdc 8,30). Takto Abrahám nezrušiteľne zaväzuje svojho sluhu. Podobne prisahajú aj dnešní Arabi.

Gn 24,10 - Aram Naharaim – Aram (Sýria) dvoch riek je kraj na hornom Eufrate. Nachorovo mesto je Charan na východ od Eufratu. Zdá sa, že i Nachor sa ta presťahoval po Abrahámovi, lebo pri odchode Táreho a Abraháma z Uru o Nachorovi niet ešte zmienky (11,31).

Gn 24,22 - Podobné okrasy nosia orientálne ženy dodnes. Dar bol značný. Bol odmenou za ochotu dievčaťa, s ktorou mu podalo vodu, ale aj preddavkom a zárukou, že ho v dome rodičov budúcej Izákovej manželky, teda jeho budúcej panej, vľúdne prijmú.

Gn 24,62-67 - Lachaj roi pozri 16,13–14. Vzala závoj – na Východe je zvykom, že ženích vidí tvár svojej snúbenice veľmi často až po svadbe.