výhody registrácie

2. kniha kráľov

Biblia - Sväté písmo

(GRM - Grécky - Moderný)

2Kr 19, 1-37

1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου. 2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων, εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως. 3 Και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας· Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας η ημερα αυτη· διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν· 4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου παντας τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου· δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου. 5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου. 6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας· Ουτω λεγει Κυριος· Μη φοβου απο των λογων τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν· 7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε, ακουσας θορυβον, θελει επιστρεψει εις την γην αυτου· και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου. 8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα· διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις. 9 Και ο βασιλευς, οτε ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Ιδου, εξηλθε να σε πολεμηση, απεστειλε παλιν πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων, 10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας· 11 ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους· και συ θελεις λυτρωθη; 12 μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν τους εν Τελασσαρ; 13 που ο βασιλευς της Αιμαθ, και ο βασιλευς της Αρφαδ, και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα; 14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων, ανεγνωσεν αυτην· και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου. 15 Και προσηυχηθη ενωπιον του Κυριου ο Εζεκιας, λεγων, Κυριε Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης· συ εκαμες τον ουρανον και την γην· 16 κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον· ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε· και ακουσον τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον· 17 αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν τα εθνη και τους τοπους αυτων, 18 και ερριψαν εις το πυρ, τους θεους αυτων· διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι· δια τουτο κατεστρεψαν αυτους· 19 τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας, δεομαι, εκ της χειρος αυτου· δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι Κυριος ο Θεος, ο μονος. 20 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς τον Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ βασιλεως της Ασσυριας. 21 Ουτος ειναι ο λογος τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου· Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν παρθενος, η θυγατηρ της Σιων· οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ. 22 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; Κατα του Αγιου του Ισραηλ. 23 Τον Κυριον ωνειδισας δια των πρεσβεων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου· και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου· και θελω εισελθει εις τα εσχατα οικηματα αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου· 24 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα ξενα· και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων. 25 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν, και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε συ να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους. 26 Δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν· ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση. 27 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου. 28 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες. 29 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον· Το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες· και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου· το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων. 30 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους. 31 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν· ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο. 32 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας· Δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην ουδε θελει τοξευσει εκει βελος ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδα ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα. 33 Δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει, και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει Κυριος. 34 Διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ. 35 Και την νυκτα εκεινην εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας· και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα. 36 Και εσηκωθη Σενναχειρειμ, ο βασιλευς της Ασσυριας, και εφυγε και επεστρεψε και κατωκησεν εν Νινευη. 37 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα. αυτοι δε εφυγον εις γην Αραρατ· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.

2Kr 19, 1-37





Verš 1
Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.
Iz 37:1 - Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.

Verš 2
Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων, εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως.
Iz 1:1 - Ορασις Ησαιου υιου Αμως, την οποιαν ειδε περι του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, εν ταις ημεραις Οζιου Ιωαθαμ, Αχαζ και Εζεκιου, βασιλεων Ιουδα.

Verš 35
Και την νυκτα εκεινην εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας· και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.
Iz 37:36 - Τοτε εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας· και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.

Verš 34
Διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
2Kr 20:6 - και θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη· και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας· και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.

Verš 37
Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα. αυτοι δε εφυγον εις γην Αραρατ· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.
2Krn 32:21 - Και απεστειλε Κυριος αγγελον, οστις ηφανισε παντας τους δυνατους εν ισχυι και τους αρχοντας και τους στρατηγους εν τω στρατοπεδω του βασιλεως της Ασσυριας. Και επεστρεψε με κατησχυμμενον προσωπον εις την γην αυτου. Και οτε εισηλθεν εις τον οικον του θεου αυτου, οι εξελθοντες εκ των σπλαγχνων αυτου εθανατωσαν αυτον εκει εν μαχαιρα.
Iz 37:38 - Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα, αυτοι δε εφυγον εις γην Αρμενιας· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.

2Kr 19,4 - "Zvyšok" sú obyvatelia Jeruzalema.

2Kr 19,7 - Výraz: "vložím doň ducha" rozumej: naplním mu myseľ starosťami pre nepriaznivú správu a odíde od Jeruzalema.

2Kr 19,8 - Lobnu porov. 8,22.

2Kr 19,9 - Etópia ležala južne od Egypta, jej hlavné mesto bolo Napata. Bola sprvoti poddaná Egyptu, ale koncom ôsmeho storočia pr. Kr. sa etiópski králi zmocnili aj egyptského trónu. Taraka bol tretím a posledným kráľom tejto 25. dynastie, zvanej dynastiou etiópskou. V r. 701 ešte nebol kráľom, len vojvodcom faraóna Sabataku, ktorý ho poveril vedením výpravy proti Sennacheribovi. Pisateľ deja mu však dáva titul, ktorý mal vtedy, keď on dej opisoval, titul "kráľ".

2Kr 19,11 - O kliatbe pozri 1 Sam 15,3.

2Kr 19,12 - O Gozane pozri 17,6. Haran, kde kedysi býval Abrahámov otec Táre, bolo mesto v severnej Mezopotámii. – Mesto Resef ležalo severovýchodne od Ematu. "Eden" bola asi krajina medzi Ematom a Resefom. Asýrske klinopisné pamiatky ju volajú Bít Adini (Dom Adiniho). Hlavným mestom tejto krajiny bolo Tilbašeri, ktoré sa tu volá Telasár.

2Kr 19,13 - O Emate, Ave, Sefarvaime pozri 17,24, porov. 18,34. O Ane 18,34.

2Kr 19,15 - Pán tróni nad cherubmi v nebi (porov. Ez hl. 1 n.); ale aj nad archou zmluvy mu boli trónom krídla dvoch cherubov (Ex 25,17 n.).

2Kr 19,21 - Mesto je zosobnené, volá sa "dcéra Siona", "dcéra Jeruzalema". Panenskou dcérou sa volajú mestá, ktoré nepriateľ ešte nedobyl.

2Kr 19,25 - Verš 25 je odpoveď Pánova na samochválu. Sennacherib bol len nástrojom, aby sa splnili Božie proroctvá; odtiaľ sú jeho úspechy.

2Kr 19,26 - "Spálenina nerozvinutá" je zeleň poľa, ktorú spálilo slnko alebo horúci juhovýchodný vietor.

2Kr 19,28 - Obraz má pôvod v spôsobe, akým krotili zvieratá. Ale aj Asýrčania takto zaobchádzali so zajatcami.

2Kr 19,29 - Druhá sloha básne (v. 29–31) hovorí o znamení pre Ezechiáša. S výkladom 29. verša sú ťažkosti. Najpravdepodobnejší je výklad Knabenbauerov: Predošlú jeseň nemohli siať, lebo zem bola zničená asýrskym vojskom; tohto leta je pokojnejšie, môžu aspoň to zobrať z poľa, čo sa urodilo samo; v jeseni zas nebudú môcť siať, preto aj nasledujúci rok sa budú živiť len tým, čo narastie samo od seba. Ale v jeseni toho druhého roku už budú môcť obrobiť pole, takže tretí rok budú v pokoji požívať plody svojej práce.

2Kr 19,35 - V osnove sa nehovorí, akým spôsobom usmrtil anjel asýrske vojsko. Možno, že Asýrčania pomreli na mor. Čo ako sa však vec stala, nebolo to bez zázračného Božieho zákroku. Počet mŕtvych sa zdá priveľkým, možno, že číslica je porušená. – I keď Sennacherib vo svojich nápisových pamiatkach mlčí o tejto porážke – veď sa králi svojimi porážkami nikdy nechvália –, sú náznaky, že odišiel od Jeruzalema s nezdarom: 1. Asýrska správa o tejto výprave spomína, že Sennacherib obliehal Jeruzalem, ale nespomína, že ho aj dobyl, čo by správa iste nebola zamlčala. 2. Pri iných výpravách spomína Sennacherib aj víťazstvá na spiatočnej ceste, z tejto výpravy nie.

2Kr 19,36 - Výraz "býval v Ninive" neznamená, že sa Sennacherib z Ninive už viac nepohol. Zachovali sa správy aj o jeho ďalších výpravách, ale proti Júdsku viac neviedol boj.

2Kr 19,37 - Sennacheriba zavraždili až v r. 681. – Asýrsky boh Nesroch je známy len z tohto miesta Svätého písma – Ararat (Urartu) je Arménia. – Asarhadon (Asarhaddon) panoval v r. 681–668 pr. Kr.